πιθηκάνθρωπος

πιθηκάνθρωπος
ο
ανθρωπολ. παλαιότερη ονομασία ενός γένους απολιθωμάτων τής οικογένειας ανθρωπίδες το οποίο περιλαμβάνει τον Άνθρωπο τής Ιάβας και τον Σινάνθρωπο, που σήμερα ταξινομούνται στο είδος Homo erectus.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pithecanthropus < πίθηκος + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Σ. Δ. Βάλβη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιθηκάνθρωπος — ο γένος ανθρωποειδών που ο τύπος του τοποθετείται ανάμεσα στον πίθηκο και τον άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • πιθηκάνθρωποι — Όνομα που έχει δοθεί σε μια σειρά απολιθωμάτων δίποδων όντων, αλλά με μορφή ήδη καθαρά ανθρωποειδή, τα οποία έζησαν για ένα υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα στη νότια και νησιωτική Ασία, κατά τη διάρκεια του κατώτερου πλειστόκαινου. Η ανακάλυψη …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Φιλαδελφεύς — Επώνυμο 3 λογίων και επιστημόνων. 1. Χρίστος (1808 – 1892). Μεταφραστής, συγγραφέας και εκδότης. Καταγόταν από τη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας και σπούδασε στη Σμύρνη, όπου αργότερα διετέλεσε διευθυντής παρθεναγωγείου. Από εκεί πήγε στην Κέρκυρα… …   Dictionary of Greek

  • Χέκελ, Ερνστ Χάινριχ — (Haeckel, 1834 – 1919). Γερμανός φυσιοδίφης. Σπούδασε ιατρική και φυσιογραφικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Βίρτσμπουργκ και της Βιέννης. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας και διευθυντής του ζωολογικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”